- κατακροτῶ
- κατακροτέωapplaud excessivelypres subj act 1st sg (attic epic doric)κατακροτέωapplaud excessivelypres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακροτώ — κατακροτῶ, έω (Α) 1. χτυπώ δυνατά («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῑν», Ευστ.) 2. επευφημώ 3. στρέφομαι εναντίον κάποιου, επιπλήττω … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
συγκατακροτώ — έω, Μ 1. χειροκροτώ 2. μτφ. επιδοκιμάζω, επικροτώ ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακροτῶ «χτυπώ δυνατά, επευφημώ»] … Dictionary of Greek